Η Δημοτική Πινακοθήκη Θεσσαλονίκης στεγάζεται από το 2013, στη συμβολή των οδών Βασιλίσσης Όλγας 180 & Θεμιστοκλή Σοφούλη, στην Βίλα Μπιάνκα (Casa Bianca), ένα διατηρητέο μνημείο της νεότερης αρχιτεκτονικής κληρονομιάς της αστικής Θεσσαλονίκης.
Η Δημοτική Πινακοθήκη ιδρύθηκε το 1966 και περιλαμβάνει έργα ζωγραφικής, χαρακτικής και φορητών εικόνων ενώ η συλλογή των Θεσσαλονικέων καλλιτεχνών είναι η σημαντικότερη σε πλήθος και ποιότητα έργων.
Σε συνεργασία με φορείς του τόπου, μουσεία και άλλους οργανισμούς, η Δημοτική Πινακοθήκη φιλοξενεί εκτός από την μόνιμη συλλογή της στον χώρο της Βίλας και περιοδικές εκθέσεις.
Ακόμη στο Γενί Τζαμί και το Αλατζά Ιμαρέτ, δύο χώροι που υπάγονται στην δικαιοδοσία της, πραγματοποιούνται περιοδικές εκθέσεις.
Η συλλογή της Πινακοθήκης σήμερα αριθμεί 2834 έργα χαρακτικής, γλυπτικής, ζωγραφικής και κατασκευές καλλιτεχνών.
Στους διαμορφωμένους χώρους της Casa Bianca στεγάζονται τα γραφεία της Πινακοθήκης, περιοδικές εκθέσεις, οι μόνιμες εκθέσεις χαρακτικής καθώς και η μόνιμη έκθεση με τα έργα του Νικολάου Γύζη, ενώ πρόσφατα άρχισε να λειτουργεί καφέ-εστιατόριο στον αύλειο χώρο του κτιρίου, κατά τους θερινούς μήνες.
Η βίλα χτίστηκε το διάστημα 1911-1913, σε σχέδια του Iταλού αρχιτέκτονα και πολιτικού μηχανικού Πιέτρο Αριγκόνι κατόπιν παραγγελίας του Ιταλοεβραίου βιομήχανου και μέλους της Εβραϊκής κοινότητας Ντίνο Φερνάντεζ Ντίαζ, με επιρροές νεοκλασικές, αναγεννησιακές, και Art Nouveau ενώ η στέγη ακολουθεί την παραδοσιακή αρχιτεκτονική της Κεντρικής Ευρώπης.
Η πολυτελής έπαυλη πήρε το όνομά της από την Ελβετίδα συζύγου του ιδιοκτήτη, Blanche (Bianca) de Meyer και έμεινε γνωστή ως Βίλα Μπιάνκα ή Κάζα Μπιάνκα (Villa Bianca, Villa Blanche). Λίγο μετά την απελευθέρωση, το αρχοντικό συνδέθηκε με μια πολύκροτη ιστορία αγάπης ανάμεσα στην κόρη του Εβραίου ιδιοκτήτη, Αλίνη και του Έλληνα Ανθυπολοχαγού Σπύρου Αλιμπέρτη.
Το 1976 η Βίλα Μπιάνκα χαρακτηρίστηκε από το Υπουργείο Πολιτισμού ως διατηρητέο έργο τέχνης και παρά την προσπάθεια των κληρονόμων να κατεδαφιστεί, μετά τον σεισμό του 1978 απαλλοτριώθηκε και παραχωρήθηκε στο Δήμο Θεσσαλονίκης.
Την αποκατάσταση του κτιρίου ανέλαβε ο καθηγητής Αρχιτεκτονικής Νίκος Μουτσόπουλος με την πανεπιστημιακή ομάδα του και το επανέφεραν στην αρχική του μορφή.
Έτσι αποκαταστάθηκε και η παλιά αίγλη της “Λευκής Οικίας”, της casa Bianca, ένα κόσμημα της νεότερης αρχιτεκτονικής κληρονομιάς της πόλης.