Το Ανακτορικό συγκρότημα του Γαλέριου είναι χτισμένο στο κέντρο της Θεσσαλονίκης στην περιοχή της πλατείας Ναυαρίνου. Από τα ευρήματα που διασώζονται ως σήμερα, είναι φανερό στον επισκέπτη, ότι η Θεσσαλονίκη κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο διέθετε επιβλητικότητα, μεγαλείο και βρισκόταν σε μεγάλη ακμή.
Η Θεσσαλονίκη κατά τη Ρωμαιοκρατία αναδείχτηκε ως το σημαντικότερο εμπορικό, στρατιωτικό και πολιτικό κέντρο της περιοχής των Βαλκανίων, όπως μαρτυρούν οι ιστορικές πηγές και τα αρχαιολογικά ευρήματα.
Η ανέγερση των ανακτόρων πραγματοποιήθηκε στις αρχές του 4ου αιώνα μ.Χ από τον Γαλέριο Βαλέριο Μαξιμιανό, έναν από τους τέσσερις αυτοκράτορες που διοικούσαν την Ρωμαϊκή αυτοκρατορία κατά τη διάρκεια της Τετραρχίας.
Ο Γαλέριος ανέλαβε διοικητής του γεωγραφικό τμήματος που περιλάμβανε και την περιοχή της Θεσσαλονίκης. Ήταν Σερβικής καταγωγής και αναρριχήθηκε στην Ρωμαϊκή ιεραρχία λόγω της πετυχημένης στρατιωτικής καριέρας του, αλλά και του γάμου του με την κόρη του Διοκλητιανού.
Τα ανάκτορα του Γαλερίου όπως πολλά Ρωμαϊκά κτίσματα ήταν διώροφο, μεγάλο, πολυσύνθετο, επιβλητικό, με μεγάλη ανοιχτή αυλή και περιστύλιο.
Κατά την ολοκλήρωσή του καταλάμβανε μια ορθογώνια περιοχή συνολικής έκτασης 150,000 τ.μ. που εκτεινόταν από τη Ροτόντα έως τη θάλασσα και από το ανατολικό τείχος της Θεσσαλονίκης ως την περιοχή ανάμεσα στην πλατεία Ναυαρίνου και τη σημερινή οδό Αγίας Σοφίας.
Το Γαλεριανό συγκρότημα στη Θεσσαλονίκη αποτελούσαν τα εξής κτίσματα : το κυρίως Ανάκτορο, το Οκτάγωνο, ο Ιππόδρομος, η Αψίδα του Γαλερίου (Καμάρα) και η Ροτόντα. Το ιδιωτικό λιμάνι του Γαλερίου βρισκόταν δίπλα ακριβώς στο ανάκτορό του, στη συμβολή των σημερινών οδών Μητροπόλεως και Δημητρίου Γούναρη.
Στην ανατολική πλευρά του ανακτόρου υπήρχε διώροφη στοά με κρήνες και αναβρυτήρια, μια μνημειακή βασιλική αίθουσα υποδοχής και ακροάσεων. Στη νοτιοανατολική πλευρά του συγκροτήματος κοντά στον Ιππόδρομο βρέθηκε ο χώρος λατρείας του Ανακτόρου, ένα Νυμφαίο.
Με εξαίρεση τη Ροτόντα και την Αψίδα του Γαλερίου (Καμάρα) τα οποία ήταν πάντα ορατά, η ανασκαφή για τα υπόλοιπα ευρήματα ξεκίνησε το 1917 από τον Γάλλο αρχιτέκτονα Ernest Hébrard, ο οποίος τοποθέτησε στον ίδιο αρχαιολογικό άξονα τη Ροτόντα, την Αψίδα και τη σημερινή πλατεία Ναυαρίνου, πιστεύοντας ότι υπάρχουν σημαντικές αρχαιότητες από κάτω.
Το κυρίως Ανάκτορο, αποκαλύφθηκε στην ανασκαφή της δεκαετία του 1960 και τοποθετείται στην περιοχή της σημερινής πλατείας Ναυαρίνου. Η κύρια είσοδος του ανακτόρου βρισκόταν στην νότια πλευρά, ενώ τα δωμάτια χωρίζονταν από διάδρομους.
Το ανάκτορο εκτός από τα διαμερίσματα του Γαλερίου διέθετε δωμάτια για την ανακτορική φρουρά και αίθουσες δικαστηρίου και διοίκησης.
Οι τοίχοι διέθεταν πλούσιο διάκοσμο με τοιχογραφίες, ενώ το δάπεδο στόλιζαν ψηφιδωτά με γεωμετρικές και φυτικές απεικονίσεις.
Τον 5ο αι.μ.Χ. μεγάλος σεισμός κατέστρεψε τη νότια και δυτική στοά και τα δάπεδα ανασκευάστηκαν με μαρμάρινες πλάκες και χονδρό ψηφιδωτό. Μεταγενέστερος σεισμός στη Θεσσαλονίκη περίπου τον 8ο αι. κατέστρεψε το ανάκτορο και παρέμειναν μόνο όσα αποκάλυψε η αρχαιολογική σκαπάνη.
Οι επισκέπτες μπορούν να δουν ότι έχει απομείνει από το ανάκτορο περπατώντας την οδό Δημητρίου Γούναρη αφού ο χώρος λειτουργεί σαν υπαίθριο μουσείο χωρίς εισιτήριο.
Το 1950 στη νότια και δυτική πλευρά του Ανακτόρου η αρχαιολογική σκαπάνη έφερε στο φως Οκτάγωνο κτίσμα εξαιρετικής εσωτερικής διακόσμησης με ημικυκλικές κόχες και πολύχρωμα μαρμαροθετήματα. Μεταγενέστερες έρευνες έδειξαν ότι το Οκτάγωνο κτίσμα επικοινωνούσε μέσω ενός προπύλου και ενός περιστυλίου απευθείας με τη θάλασσα.
Εικάζεται ότι η λειτουργία του Οκταγώνου αφορούσε θέματα διοικητικής φύσεως, αρκετοί μάλιστα το αναφέρουν ως η αίθουσα του θρόνου του Γαλερίου. Πιθανή θεωρείται η χρήση του ως ναού ή Μαυσωλείου. Η συνολική διάμετρός του είναι 30μ. διαθέτει επτά διαμορφωμένες κόχες, μεγάλο προθάλαμο και κυκλικές εξέδρες.
Έξω από το Οκτάγωνο βρέθηκε μαρμάρινο τόξο που απεικονίζει τον Γαλέριο, τη Θεσσαλονίκη (προσωποποιημένη) και συμπληρώνεται από ανάγλυφη αναπαράσταση του Διόνυσου, του Πάνα και μιας χορεύτριας. Το τόξο φιλοξενείται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης.
Παράλληλα στο ανατολικό τείχος της Θεσσαλονίκης και ανατολικά του Ανακτόρου είχε κατασκευαστεί ο Ρωμαϊκός Ιππόδρομος. Ελάχιστα αρχαιολογικά ευρήματα υπάρχουν, τα περισσότερα από τα οποία είναι κρυμμένα στα υπόγεια των παρακείμενων πολυκατοικιών.
Ο Ιππόδρομος στη Θεσσαλονίκη όπως και στις υπόλοιπες ρωμαϊκές πόλεις λειτουργούσε ως κέντρο ψυχαγωγίας για τους πολίτες και χώρος κοινωνικής δραστηριότητας. Ιππικοί αγώνες, αρματοδρομίες και μονομαχίες γινόταν κατά την προσφιλή συνήθεια των Ρωμαϊκών διασκεδάσεων.
Η συνολική έκταση του Ιπποδρόμου ήταν 30.000 τ.μ. και κάλυπτε την σημερινή περιοχή της οδού Ιπποδρομίου, συνολικού μήκους 450 μέτρων.
Το τέλος της λειτουργίας του Ιπποδρομίου σήμανε η σφαγή των 7.000 Θεσσαλονικέων μετά από εντολή του αυτοκράτορα Θεοδοσίου, ως τιμωρία για τη δολοφονία του Γότθου διοικητή της πόλης Βουτέριχου
Στη μνήμη των κατοίκων της Θεσσαλονίκης η περιοχή έμεινε με τον ονομασία “ποδρόμι” και την χρησιμοποιούσαν μέχρι την απελευθέρωση της πόλης από τους Τούρκους.
Μύθος και θρύλος έγινε για τους Θεσσαλονικείς η σφαγή στον Ιππόδρομο και δεν είναι λίγοι από τους κατοίκους στην περιοχή, που έχουν να πουν ιστορίες όπως τις άκουσαν από τους παππούδες τους. Μύθοι μιλάνε για κραυγές και θρήνους των σφαγμένων πολιτών που όταν νυχτώνει, ακόμη ακούγονται μέσα στα σπίτια τους και στοιχειώνουν την περιοχή.
Η Αψίδα του Γαλερίου, γνωστή στους κατοίκους και στους επισκέπτες της Θεσσαλονίκης ως Καμάρα, είναι μαζί με την Ροτόντα τα πλέον σημαντικά απομεινάρια του ανακτορικού συγκροτήματος και αποτελούν τα χαρακτηριστικότερα μνημεία της πόλης από τη Ρωμαϊκή περίοδο.
Η αψίδα στεκόταν στην βόρεια είσοδο του ανακτόρου, ένα είδος μνημειακής πύλης που κατασκευάστηκε για να τιμήσει τη νικηφόρα εκστρατεία του Γαλερίου έναντι των Περσών. Βρίσκεται πάνω από τη σημερινή Εγνατία οδό ανάμεσα στη Ναυαρίνου και την Ροτόντα. Είναι προγενέστερη του Ανακτόρου, κομμάτι της στεγασμένης στοάς που αποτελούνταν από καμάρες και τόξα και συνέδεε το κυρίως ανάκτορο με την Ροτόντα. Διακοσμήθηκε με αναπαραστάσεις των νικηφόρων μαχών του Γαλερίου επί των Περσών.
Στην βόρεια πλευρά του Ανακτορικού Συγκροτήματος βρίσκεται το κτίριο της Ροτόντας, ένα κτίσμα κυκλικής μορφής. Η αρχική χρήση του εικάζεται ότι ήταν ναός αφιερωμένος στη λατρεία του Δία ή των Καβείρων και χρησιμοποιούνταν για τις επίσημες λατρευτικές τελετές των Ρωμαίων. Ίδιο σε εμφάνιση είναι το Πάνθεον, το οποίο βρίσκεται στη Ρώμη.
Στο πέρασμα των αιώνων μετατράπηκε σε χριστιανική εκκλησία των Ασωμάτων Δυνάμεων ή Αρχαγγέλων και υπέστη τις πρώτες αλλαγές, αφού προστέθηκαν χώροι απαραίτητοι για τα τελετουργικά της νέας θρησκείας και τα εξαιρετικά ψηφιδωτά στο εσωτερικό του ναού που διασώζονται έως σήμερα.
Μετά την κατάκτηση της Θεσσαλονίκης από τους Τούρκους η Ροτόντα μετατρέπεται σε τζαμί. Τότε προστίθεται ο μιναρές με αρχικό ύψος 35,85 μέτρα. Μετά το σεισμό του 1978 ωστόσο μεγάλο μέρος του γκρεμίστηκε.
Σήμερα η Ροτόντα είναι γνωστή ως ναός του Αγίου Γεωργίου, από το ομώνυμο εκκλησάκι που βρίσκεται δίπλα της επί της οδού Αποστόλου Παύλου.
Η Ροτόντα είναι πλέον ανοιχτή για το κοινό και λειτουργεί ως Μουσείο.Οι εργασίες αποκατάστασης της, ολοκληρώθηκαν τον Δεκέμβριο του 2015.
Ωράριο λειτουργίας των Μνημείων και Μουσείων της Θεσσαλονίκης θα βρείτε ΕΔΩ