Το Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης και το Τμήμα Μουσικής Επιστήμης και Τέχνης του Πανεπιστημίου Μακεδονία τιμούν τη Δευτέρα 11 Οκτωβρίου 2021 την συμπλήρωση των 100 ετών από τη γέννηση του Νίκου Αστρινίδη, με ένα μουσικό αφιέρωμα με τίτλο: Ελληνικές Νύχτες.
Το αφιέρωμα στον Ελληνορουμάνο εμβληματικό συνθέτη, αρχιμουσικό, πιανίστα και παιδαγωγό περιλαμβάνει έργα μουσικής δωματίου του ίδιου.
Το πρόγραμμα της συναυλίας περιλαμβάνει τα έργα:
Κυπριακή Ραψωδία (σόλο πιάνο), Danse Antillaise (για 4 χέρια), Deux pièces en style Grec (για βιολί και πιάνο), τον κύκλο τραγουδιών Ελληνικές Νύχτες (για δύο γυναικείες φωνές και πιάνο), αποσπάσματα από τον κύκλο Ο Έρωτας κι ο Θάνατος μέσα στην κούπα του κρασιού (για φωνές και μικρό οργανικό σύνολο), τραγούδια για σοπράνο και πιάνο, Ελληνική ραψωδία κοντσέρτου (για βιολί και πιάνο).
Ερμηνεύουν οι φοιτήτριες και φοιτητές του ΤΜΕΤ:
Σοφία Βασιλειάδου σοπράνο
Γλυκερία Ροϊλίδη σοπράνο
Άντρια Προκοπά σοπράνο
Ευαγγελία Κουτσοδήμου βιολί
Θεοδώρα Παπανικολάου βιολί
Ναταλία Γιαννάκη πιάνο
Χρυσή Τιμιάνη πιάνο
Δημήτρης Φαρμάκης πιάνο
και οργανικό σύνολο δωματίου
Πιανιστική συνοδεία & μουσική διεύθυνση Γιάννης Ζγούρας, Επικ. Καθηγ. ΤΜΕΤ
Επιστημονικοί υπεύθυνοι, καλλιτεχνικός σχεδιασμός & συντονισμός Αγγελική Καθαρίου, Επικ. Καθηγ. ΤΜΕΤ και Ιγκόρ Πέτριν, Αναπλ. Καθηγ. ΤΜΕΤ
Μερικά βιογραφικά στοιχεία για τον Νίκο Αστρινίδη:
Ο Νίκος Αστρινίδης γεννήθηκε στις 6 Μαΐου του 1921 στο Άκερμαν της Βεσσαραβίας (Ρουμανία) από Έλληνα πατέρα, τον Στυλιανό Αστρινίδη, που καταγόταν από το Σκοπό της Ανατολικής Θράκης και Ρουμανορωσίδα μητέρα, την Μαρία Ισιντίροβα.
Από την εφηβεία του έδειξε μεγάλη κλίση στη μουσική και τις πρώτες του σπουδές (πιάνο και θεωρητικά) τις πραγματοποίησε στη γενέτειρά του σε ηλικία 11 ετών, λίγα χρόνια αργότερα άρχισε τις πρώτες απόπειρές του στη σύνθεση και το 1939 πήγε στο Βουκουρέστι, όπου συνέχισε τις μουσικές σπουδές του στο Ωδείο της πόλης του Βουκουρεστίου, παίρνοντας μαθήματα και από τον Dinou Lipatti. Παράλληλα σπούδασε Χημεία στο Πανεπιστήμιο, ικανοποιώντας την επιθυμία του πατέρα του.
Το Σεπτέμβριο του 1944 συμμετείχε ως πιανίστας στο διεθνές φεστιβάλ του Eistedfodd, που εξαιτίας του πολέμου έγινε στο Κάιρο. Στο πρόγραμμα του συμπεριέλαβε και το νέο τότε έργο του «Κυπριακή Ραψωδία». Του απονεμήθηκε το Α’ Βραβείο ως πιανίστα και συνθέτη και τον επόμενο χρόνο (1945) διηύθυνε στην Όπερα του Καΐρου το πρώτο του μεγάλο συμφωνικό έργο «Οιδίπους Τύραννος».
Τον Οκτώβρη του 1947, μετά την αποστράτευση του, πήγε στο Παρίσι και φοίτησε στη Schola Cantorum, όπου ολοκλήρωσε τις σπουδές του, παίρνοντας το δίπλωμα της δεξιοτεχνίας του πιάνου και το δίπλωμα της σύνθεσης με άριστα.
Αμέσως σχεδόν μετά την αποφοίτησή του από τη Schola Cantorum, άρχισε συνεχείς περιοδείες ως πιανίστας σε όλο τον πλανήτη, εκτός από την Ωκεανία (Αυστραλία και Νέα Ζηλανδία), είτε ως σολίστας, είτε σε σύμπραξη με άλλους καλλιτέχνες, όπως την υψίφωνο Lilly Ponce, τον βιολοντσελίστα Bernard Michelin, τους βιολονίστες Janine Andrade και Colette Frantz, Christian Ferras, Henryk Szeryg και Jacques Thibaut, δίνοντας στο διάστημα αυτό, από το 1948 ως το 1965, περισσότερες από 2.500 συναυλίες.
Χαρακτηριστικά έργα του αυτής της περιόδου είναι το Cappricio in modo Βalcanico για βιολοντσέλο και πιάνο (1938), τα δύο Πρελούδια (αρ. 1 και αρ. 2,), έργο 14 (1947-1948) και ο Ελληνικός χορός, έργο 16 β (1947).
Την Ελλάδα επισκέφθηκε για πρώτη φορά το 1952 και από τότε ερχόταν κάθε χρόνο για συναυλίες. Το 1956 του προτάθηκε να αναλάβει την Διεύθυνση του Κρατικού Ωδείου Θεσσαλονίκης, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Ήδη από το 1957 συνεργαζόταν με αλληλογραφίας με το γνωστό ποιητή Γιώργο Θέμελη για το ορατόριο «Άγιος Δημήτριος», που παρουσιάσθηκε αποσπασματικά το 1962. Στα τέλη της ίδιας χρονιάς του απονεμήθηκε ο Χρυσός Σταυρός Τάγματος του Γεωργίου Α΄.
Το 1965 και αφού η συμμετοχή του στη μουσική ζωή της πόλης τα τελευταία χρόνια γινόταν όλο και πιο έντονη, ανέλαβε την Διεύθυνση της Φιλαρμονικής ορχήστρας και της Μικτής Χορωδίας του Δήμου Θεσσαλονίκης, που διατήρησε έως το 1986 οπότε και συνταξιοδοτήθηκε.
Το 1966 στο πλαίσιο των Α΄ Δημητρίων, παρουσίασε σε πρώτη εκτέλεση ολόκληρο το ορατόριο «Άγιος Δημήτριος» και το πρόσφατο ορατόριο «Κύριλλος και Μεθόδιος». Το 1968 παρουσίασε το ορατόριο «Ψαλμοί», ενώ το 1971 και πάντα στο πλαίσιο των Δημητρίων, παρουσίασε τη χορωδιακή «Συμφωνία 1821», που γράφτηκε ειδικά για τον εορτασμό των 150 χρόνων από την Επανάσταση του 1821.
Υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Μουσικής Εταιρίας Βορείου Ελλάδος, η οποία αργότερα του απένειμε το Χρυσό Βραβείο για την προσφορά του στη μουσική ζωή της χώρας. Υπήρξε επίσης από τους πιο ένθερμους υποστηρικτές της δημιουργίας της Όπερας Δωματίου Βορείου Ελλάδος και διετέλεσε μέλος της Καλλιτεχνικής Επιτροπής του ΚΘΒΕ.
Από το 1979 διηύθυνε την Μαντολινάτα Θεσσαλονίκης και από το 1980 ως το 1994 ήταν διευθυντής του Μακεδονικού Ωδείου, όπου πρόσφερε σημαντικό διδακτικό και καλλιτεχνικό έργο.
Ως συνθέτης, ο Νίκος Αστρινίδης είχε επιρροές κυρίως από τη Γαλλική μουσική, ιδιαίτερα το Γαλλικό εμπρεσιονισμό, το Ρομαντισμό της Ρωσικής Εθνικής Σχολής, καθώς και από τη δημοτική μουσική της Ελλάδας.
Ωστόσο δημιούργησε ένα ιδιαίτερα προσωπικό μουσικό ιδίωμα, το οποίο χαρακτηρίζεται από έντονη χρωματικότητα και χρήση τροπικών υποδιαιρέσεων της οχτάβας, που σε συνδυασμό με την εξαιρετική ενορχηστρωτική του τεχνική, θα μπορούσαν να τον χαρακτηρίσουν ως ένα συμφωνικό συνθέτη, με προτίμηση τις εκτεταμένες μουσικές φόρμες σε ελεύθερη ανάπτυξη.
Aπεβίωσε στις 10 Δεκεμβρίου 2010 στη Θεσσαλονίκη, μετά από μακρόχρονη ασθένεια λίγο πριν συμπληρώσει τα 90 του χρόνια.
Τα βιογραφικά στοιχεία του Νίκου Αστρινίδη αντλήθηκαν από τη ιστοσελίδα του Μακεδονικού Ωδείου.
Χρήσιμες πληροφορίες:
Σε συνέχεια της ισχύουσας ΚΥΑ, για την είσοδο των θεατών σε κλειστούς χώρους είναι απαραίτητη η επίδειξη:
Α) πιστοποιητικού εμβολιασμού ή
Β) πιστοποιητικού νόσησης
συνδυαστικά προς:
αστυνομική ταυτότητα ή δίπλωμα οδήγησης ή διαβατήριο ή άλλο αποδεικτικό ταυτότητας, προκειμένου να διενεργείται έλεγχος ταυτοπροσωπίας